- φλουροκαπνισμένος
- φλουροκαπνισμένος, -η, -ο και φλωροκαπνισμένος, -η, -οο μαλαμοκαπνισμένος, ο επιχρυσωμένος, ο ξανθός στο χρώμα: Και σμίγ' η τρίχα των μαλλιών η φλουροκαπνισμένη μ' άσπρα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.